- χερμάδιον
- τὸ, Α1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ.β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳχειροπληθεῑ λίθῳ».[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, -άδος. Η λ., πιθανότατα, πρέπει να ερμηνευθεί ως ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χερμάδιος, το οποίο, όμως, μαρτυρείται σε μτγν. κείμενα].
Dictionary of Greek. 2013.